χελιδόνων

χελιδόνων
χελῑδόνων , χελιδών
swallow
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χελιδών — όνος, η, ΝΜΑ, και τ. αρσ. χελιδών, ὁ, Α (λόγιος τ.) 1. το πουλί χελιδόνι 2. το τριγωνικό κενό στο κάτω και οπίσθιο μέρος τής οπλής τού αλόγου αρχ. 1. το μικρό τριγωνικό κενό στο οπίσθιο μέρος τού πέλματος τού σκύλου 2. η μικρή κοιλότητα πάνω από… …   Dictionary of Greek

  • ωράνα — ἡ, Α [ὠρανός] (κατά τον Ησύχ.) «χελιδόνων ὀροφή» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”